- νωτορύκτης
- (notoryctes). Γένος μαρσιποφόρων της οικογένειας των Νωτορυκτιδών που αριθμεί ένα μόνο είδος, τον ν. τον τύφλωπα. Ζει στις αμμώδεις περιοχές της Αυστραλίας και μοιάζει με τους ασπάλακες της Ευρώπης.
* * *οζωολ. μαρσιποφόρο θηλαστικό τής Αυστραλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. notoryctes (< νῶτον + ὀρύκτης < ὀρύσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.